- παράξηρος
- -ον, Αο λίγο ξηρός, κάπως ξηρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράξηρος — somewhat dry masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράξηρα — παράξηρος somewhat dry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
παράξερος — και ορθ. γρφ. παράξηρος, ο ζωολ. γένος αφρικανικών σκίουρων … Dictionary of Greek